φρεωρύχος

φρεωρύχος
ο / φρεωρύχος, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. αυτός που έχει ως επάγγελμα την ανόρυξη φρεάτων, φρεατωρύχος
μσν.-αρχ.
φρεωρυχικός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ-ωρύχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρεωρύχως — φρεώρυχος for digging wells adverbial φρεώρυχος for digging wells masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεωρύχους — φρεώρυχος for digging wells masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεωρύχων — φρεώρυχος for digging wells masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεωρύχῳ — φρεώρυχος for digging wells masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεωρυχία — ἡ, ΜΑ [φρεωρύχος] 1. άνοιγμα φρέατος, πηγαδιού 2. (κατ επέκτ.) η άσκηση τού επαγγέλματος τού φρεωρύχου …   Dictionary of Greek

  • φρεωρυχικός — ή, όν, ΜΑ [φρεωρύχος] αυτός που χρησιμοποιείται στην φρεωρυχία* («φρεωρυχικὸν ἐργαλεῑον», Φώτ.) …   Dictionary of Greek

  • φρεωρυχώ — έω, Α [φρεωρύχος] 1. ανοίγω φρέατα 2. (γενικά) σκάβω το χώμα για να βρω νερό («οἱ ἐλέφαντες ταῖς προβοσκίσι... φρεωρυχοῦσι καὶ ἀνευρίσκουσιν ὕδωρ», Στράβ.) 3. μτφ. κωμ. (για κουνούπι ή άλλο έντομο) τρυπώ το δέρμα κάποιου …   Dictionary of Greek

  • Φιλύλλιος — Ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας, λίγο νεότερος από τον Αριστοφάνη. Σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα από τις κωμωδίες του Αιγεύς, Άντεια, Δωδεκάτη, Ναυσικά ή Πλύντριαι, Αταλάντη, Φρεωρύχος και Πόλεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”